πλεύμονα

πλεύμονα
πλεύμων
the lungs
masc acc sg
πνεύμων
the lungs
masc acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλεύμον' — πλεύμονα , πλεύμων the lungs masc acc sg πλεύμονι , πλεύμων the lungs masc dat sg πλεύμονε , πλεύμων the lungs masc nom/voc/acc dual πλεύμονα , πνεύμων the lungs masc acc sg (attic) πλεύμονι , πνεύμων the lungs masc dat sg (attic) πλεύμονε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντετραίνω — και συντίτρημι Α 1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής 2. (το μέσ.) συντετραίνομαι επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ. β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 3. μτφ. αφήνω …   Dictionary of Greek

  • σύντρησις — ήσεως, ἡ, Α [συντετραίνω] 1. επικοινωνία διά μέσου κοινού πόρου («ἡ καρδία τὴν σύντρησιν ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 2. τέλεια εφαρμογή, ένωση οπών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”